Τριτωνίας

Τριτωνίας
Τριτωνίᾱς , Τριτώνιος
Tritonian
fem acc pl
Τριτωνίᾱς , Τριτώνιος
Tritonian
fem gen sg (attic doric aeolic)
Τριτωνίᾱς , Τριτωνίη
fem acc pl
Τριτωνίᾱς , Τριτωνίη
fem gen sg (attic doric aeolic)
Τριτωνίς
Tritonis
fem acc pl (epic doric ionic aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Τριτωνιάς — άδος, ἡ, Α η Τριτωνίς* λίμνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < Τρίτων, ωνος + κατάλ. ιάς, ιάδος (πρβλ. οὐραν ιάς)] …   Dictionary of Greek

  • Φενεός — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 920 μ.) του ομώνυμου νομού Κορινθίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (23 τ. χλμ.). Οφείλει το όνομά του στην αρχαία πόλη της Αρκαδίας, που βρισκόταν στη βόρεια όχθη της ομώνυμης λίμνης, κάτω από το όρος Κυλλήνη. Ο Όμηρος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”